καμαρόπορτα

καμαρόπορτα
η
πόρτα με καμάρα: Πολλά σπίτια έχουν καμαρόπορτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καμαρόπορτα — η 1. η πόρτα που έχει τοξοειδές υπέρθυρο, πόρτα με καμάρα 2. παλαιότερη λαϊκή ονομασία τής Πύλης τού Αδριανού στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + πόρτα] …   Dictionary of Greek

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”